περασιά
Смотреть что такое "περασιά" в других словарях:
περασιά — η το μέρος απ όπου μπορεί να περάσει κανείς, πέρασμα, διάβαση, δίοδος, πέραμα: Για να κυνηγήσεις λαγό, πρέπει να ξέρεις την περασιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περασιά — η 1. ο τόπος από όπου μπορεί κανείς να περάσει προκειμένου να πάει από έναν χώρο σε έναν άλλο, διάβαση 2. (τυπογρ.) κάθετη ή οριζόντια νοητή ευθυγράμμιση διαφορετικών κειμένων ή εικόνων που τοποθετούνται σε απόσταση μεταξύ τους στο μοντάζ 3. ναυτ … Dictionary of Greek
πέρασμα — το βλ. πέραμα και περασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)